Ντάικ

Ντάικ
Επώνυμο Φλαμανδών ζωγράφων. Βλ. λ. Βαν Ντάικ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Βαν Ντάικ, Άντονι σερ — (Sir Anthony Van Dyck, Αμβέρσα 1599 – Λονδίνο 1641). Φλαμανδός ζωγράφος. Γιος εύπορης οικογένειας, φαίνεται ότι εργάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στο εργαστήριο του Χέντρικ Βαν Μπάλεν, γιατί όταν το 1618 άρχισε τη συνεργασία του με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γκέινσμπορο, Τόμας — (Thomas Gainsborough, Σάντμπερι, Σάφοκ 1727 – Λονδίνο 1788). Άγγλος ζωγράφος. Με την έμφυτη χρωματική ευαισθησία του και την έντονη ερευνητική του διάθεση, δημιούργησε ένα προσωπικό λυρικό ύφος, που ήταν επηρεασμένο από τη ζωγραφική του Άντον Βαν …   Dictionary of Greek

  • ελζεβίρ — (ElzevierElsevier). Επώνυμο οικογένειας Ολλανδών εκδοτών, τυπογράφων και βιβλιοπωλών, που δραστηριοποιήθηκαν σε διάφορες πόλεις από τα τέλη του 16ου έως τις αρχές του 18ου αι. Ιδρυτής του οίκου των Ε. ήταν ο Λουδοβίκος Α’ (1540 1617), ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • Λίλι, Πίτερ — (Sir Peter Lely, Σεστ, Αγγλία 1618 – 1680). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου ζωγράφου, ολλανδικής καταγωγής, Πίτερ Βαν ντερ Φάες (Pieter Van der Faes). Το 1661 ο Κάρολος Β’ τον ονόμασε ζωγράφο της Αυλής, αξίωμα που κατείχε ο Βαν Ντάικ επί… …   Dictionary of Greek

  • Ντόμπσον, Γουίλιαμ — (William Dobson, 1610 – 1646). Άγγλος ζωγράφος. Υπήρξε προσωπογράφος με ισχυρή προσωπικότητα σε μια εποχή που κυριαρχούσαν στην αγγλική ζωγραφική οι επιδράσεις των ξένων σχολών. Διαδέχτηκε τον Βαν Ντάικ, μετά τον θάνατό του, στο αξίωμα του… …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

  • πιέτα — (Pieta έλεος, ευσέβεια). Ονομασία που δόθηκε κατά τον Μεσαίωνα στις παραστάσεις, ζωγραφικές ή γλυπτικές, της δυτικής εικονογραφίας της Παναγίας με τον Ιησού νεκρό. Ουσιαστικά πρόκειται για σκηνές των μεταξύ της αποκαθήλωσης και του ενταφιασμού… …   Dictionary of Greek

  • πιετά — (Pieta έλεος, ευσέβεια). Ονομασία που δόθηκε κατά τον Μεσαίωνα στις παραστάσεις, ζωγραφικές ή γλυπτικές, της δυτικής εικονογραφίας της Παναγίας με τον Ιησού νεκρό. Ουσιαστικά πρόκειται για σκηνές των μεταξύ της αποκαθήλωσης και του ενταφιασμού… …   Dictionary of Greek

  • ακουαφόρτε — I (ιταλ. acquaforte,γαλλ. eau forte). Ειδική μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο. Ονομάζεται επίσης α. και το έργο που έχει εκτελεστεί με τη μέθοδο αυτή. Στην α. οι γραμμές είναι σαφέστατα διαχωρισμένες η μία από την άλλη και μπορούν να γίνουν… …   Dictionary of Greek

  • Αμβέρσα — (γαλλ. Anvers,φλαμ. Antwerpen).Πόλη (446.525 κάτ. το 2000) του βόρειου Βελγίου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.867 τ. χλμ., 1.652.500 κατ. το 2002). Η Α. είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμόκολπου του Σέλντε (Εσκό), σε απόσταση 88 χλμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”